- ἐφέβδομος
- ἐφέβδομος, ον,A containing 1 + 1/7, Theo Sm.p.77 H., Iamb.in Nic. p.84 P., Hero *Stereom.1.20.2, al.; cf. ἐπιέβδομος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφέβδομος — ἐφέβδομος, ον (Α) αυτός που περιλαμβάνει το όλον και ένα έβδομο τού όλου (1+1/7). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕβδομος] … Dictionary of Greek
ἐφέβδομος — containing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέβδομοι — ἐφέβδομος containing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακισεφέβδομος — ὁ, Α (ενν. λόγος) ο λόγος 11:7. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράκις + ἐφέβδομος] … Dictionary of Greek
τριπλασιεφέβδομος — ον, Μ (για αριθμό) τρεις φορές και ένα έβδομο μεγαλύτερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλάσιος + ἐφέβδομος] … Dictionary of Greek